-
1 государство
-а ουδ.κράτος, πολιτεία, επικράτεια•социалистическое государство σοσιαλιστικό κράτος•
буржуазное государство καπιταλιστικό κράτος•
союзное государство ενωσιακό κράτος•
многонациональное государство πολυεθνικό κράτος.
-
2 государств^
государств^с τό κράτος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐπικράτεια:Советское \государств^ τό Σοβιετι-κό[ν] κράτος, ἡ Σοβιετική ἐπικράτεια· многонациональное \государств^ τό πολυεθνικό[ν] κράτος· глава \государств^а ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους. -
3 государство
-
4 держава
держава ж το κράτος, η δύναμη; великие \державаы οι μεγά λες δυνάμεις* * *жτο κράτος, η δύναμηвели́кие держа́вы — οι μεγάλες δυνάμεις
-
5 многонациональный
многонациональный πολυεθνής' \многонациональныйое государство το πολυεθνές κράτος* * *многонациона́льное госуда́рство — το πολυεθνές κράτος
-
6 суверенный
суверенный κυρίαρχος; κυριαρχικός; \суверенныйое государство το κυρίαρχο κράτος; \суверенныйые права τα κυριαρχικά δικαιώματα* * *κυρίαρχος; κυριαρχικόςсувере́нное госуда́рство — το κυρίαρχο κράτος
сувере́нные права́ — τα κυριαρχικά δικαιώματα
-
7 буферный
бу́фер||ныйприл τοῦ συγκρουστήρα, τοῦ ἀποκρου-στήρα; ◊ \буферныйное государство κράτος-ταμπόν, κράτος-συγκρουστήρας. -
8 держава
держа́в||аж ἡ δύναμη [-ις], τό κράτος:Советская \держава τό Σοβιετικό κράτος· великие \державаы οἱ μεγάλες δυνάμεις. -
9 казна
-ы θ. παλ.1. δημόσιο ταμείο•государственная казна το θησαυροφυλάκιο.
2. το δημόσιο, το κράτος•школы и больницы строит казна τα σχολεία και τα νοσοκομεία τα χτίζει το κράτος.
3. χρήματα, περιουσία. -
10 неметчина
-ы θ. παλ. γερμανικό κράτος ή και κάθε ξένο έδαφος ή κράτος. || κάθε τι γερμανικό ή και μη γερμανικό. -
11 государство
το κράτος, η πολιτείαсуверенное - κυρίαρχο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > государство
-
12 сателлит
1. (зубчатое колесо планетарной передачи) о δορυφόρος οδοντωτός τροχόςο δορυφόρος του πλανητικού συστήματος των τροχών2. (государство) το κράτος-δορυφόρος 3. астр. ο δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сателлит
-
13 экстрадиция
юр. η έκδοση παραβάτη από ένα κράτος σε άλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстрадиция
-
14 владычество
влады||чествос ἡ ἐξουσία, τό κράτος, ἡ κυριαρχία. -
15 государственность
государственн||остьж ἡ κρατική ὁργάνωση, ἡ ὁργάνωση σέ κράτος. -
16 многонациональный
многонациональныйприл πολυεθνής, πολυεθνικός:\многонациональныйое государство τό πολυεθνές κράτος. -
17 народно-демократический
наро́дно-демократи́ческ||ийприл λαϊ-κοδημοκρατικός:\народно-демократическийое государство τό λαΐκοδημοκρατικό κράτος· \народно-демократическийое движение τό λαΐκοδημοκρατικό κίνημα. -
18 прах
прахм (останки) τό λείψανο/ ἡ τέφρα, ἡ στάχτη, ἡ σποδός (после кремации):у́рна с \прахом ἡ τεφροδόχη· здесь покоится \прах... ἐνθάδε κείται...· мир \праху твоему! γαΐαν ἐχοις ἐλαφράν!· ◊ все пошло́ \прахом ὅλα πήγανε κατ' ἀνεμου· отряхнуть \прах с ног τινάζω τήν σκόνη ἀπ' τά πόδια μου· разбить (врага) в пух и \прах νικώ (τόν ἐχθρόν) κατά κράτος. -
19 самостоятельностьый
самостоятельность||ыйприл в разн. знач. ἀνεξάρτητος, αὐτοτελής:\самостоятельностьыйое государство τό ἀνεξάρτητο κράτος· \самостоятельностьыйая жизнь ἡ ἀνεξάρτητη ζωή· \самостоятельностьыйый человек ἄνθρωπος πού δέν ἐξαρτάται ἀπό ἄλλους· \самостоятельностьыйое исследование μελέτη πού γίνεται χωρίς βοήθεια ἄλλων \самостоятельностьыйое предложение грам. ἡ ξεχωριστή πρόταση. -
20 сдача
сда́ч||аж1. ἡ παράδοση [-ις]:\сдача хлеба государству ἡ παράδοση τῶν σιτηρών στό κράτος·2. (внаем) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], ἡ ἐνοικίαση·3. (крепости, города и т. д.) ἡ παράδοση [-ις]/ ἡ συνθηκολόγηση [-ις] (капитуляция)·4. карт. τό μοίρασμα·5. (излишек денег при оплате) τά ρέστα· ◊ давать \сдачаи разг ἀνταποδίδω τά ίσα, πληρώνω μέ τό ϊδιο νόμισμα.
См. также в других словарях:
κράτος — strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek